αποκαθαρσις

αποκαθαρσις
    ἀποκάθαρσις
    ἀπο-κάθαρσις
    -εως ἥ
    1) выделение, секреция
    

(χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.)

    2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.)
    3) очистка
    

(τοῦ πυροῦ Plut.)

    4) очищение, искупление
    

(διά τινος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκαθαρσις" в других словарях:

  • ἀποκάθαρσις — purging fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρσεις — ἀποκάθαρσις purging fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκάθαρσις purging fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθαρσίων — ἀποκάθαρσις purging fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρσεσι — ἀποκάθαρσις purging fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάθαρσιν — ἀποκάθαρσις purging fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκάθαρση — η (AM ἀποκάθαρσις, εως) 1. ο πλήρης καθαρισμός 2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση 3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων αρχ. μσν. η σκουριά …   Dictionary of Greek

  • ἀποκαθάρσεως — ἀποκαθάρσεω̆ς , ἀποκάθαρσις purging fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»