ἀποκάθαρσις — purging fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθάρσεις — ἀποκάθαρσις purging fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκάθαρσις purging fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθαρσίων — ἀποκάθαρσις purging fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαθάρσεσι — ἀποκάθαρσις purging fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκάθαρσιν — ἀποκάθαρσις purging fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκάθαρση — η (AM ἀποκάθαρσις, εως) 1. ο πλήρης καθαρισμός 2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση 3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτων αρχ. μσν. η σκουριά … Dictionary of Greek
ἀποκαθάρσεως — ἀποκαθάρσεω̆ς , ἀποκάθαρσις purging fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)